- ἀβόητος
- ἀβόητοςnot loudly lamentedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβόητος — ἀβόητος, ον (AM) [βοῶ] μσν. αθόρυβος αρχ. αυτός που δεν τόν θρήνησαν γοερά, αθρήνητος, άκλαυτος … Dictionary of Greek
ἀβόητον — ἀβόητος not loudly lamented masc/fem acc sg ἀβόητος not loudly lamented neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόητα — ἀβόητος not loudly lamented neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβοητί — ἀβοητί επίρρ. (Α) [ἀβόητος] δίχως κάλεσμα ή διαταγή, εκούσια … Dictionary of Greek
ἀβόατος — ἀβόᾱτος , ἀβόητος not loudly lamented masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)